Συνέντευξη του πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου Κωνσταντίνου Χριστοφίδη

Το όνομα του συζητήθηκε ιδιαίτερα πριν από μήνες, όταν δηλαδή υπήρξαν οι πληροφορίες ότι θα κατερχόταν ως υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές. Σήμερα αισθάνεται ότι απογοήτευσε όλους εκείνους που ανέμεναν τη δική του υποψηφιότητα ως μια καινούρια πρόταση απέναντι σε υποψηφίους που τους έχει φθείρει η έλξη και ο εθισμός στην εξουσία. Παρόλα αυτά δεν έχει μετανιώσει που δεν είναι υποψήφιος . Θεωρεί ακόμα πως η προεκλογική εκστρατεία περιορίστηκε στα συνηθισμένα. Κυπριακό, οικονομία, κούρεμα. Ακούμε για το παρελθόν, απουσιάζει όμως το όραμα για το μέλλον, ανέφερε ο κ. Χριστοφίδης στην Πράσινη Ασπίδα.

 

Έχετε μετανιώσει που δεν είστε υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές;

 

Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι απογοήτευσα ομάδα ανθρώπων που ανέμεναν τη δική μου υποψηφιότητα ως μία καινούρια πρόταση απέναντι σε υποψηφίους που τους έχει φθείρει η έξη – ο εθισμός στην εξουσία. Δεν μετάνιωσα όμως γιατί η απόφασή μου να μην είμαι υποψήφιος στις εκλογές του 2018 ήταν μετά από βαθύ στοχασμό του τρόπου σκέψης του Κύπριου ψηφοφόρου. Οι κομματικές ταυτίσεις παραμένουν ισχυρές κι όσο η πολιτική δεν είναι αγώνας προγραμμάτων και ιδεών αλλά σύγκρουση μηχανισμών, τα κριτήρια επιλογής δεν θα είναι ορθολογικά αλλά συμφεροντολογικά ή δογματικώς κομματικά.

Υπάρχει απογοήτευση ανάμεσα στου πολίτες για το καθεστώς συναλλαγής, για τη χρεοκοπία αν θέλετε του πολιτικού λόγου και των πολιτικών επιχειρημάτων, ωστόσο αισθάνομαι ότι αυτή η απογοήτευση δεν είναι έτοιμη να μετουσιωθεί σε ψήφο για το καινούριο, για το διαφορετικό, για την Άλλη Κύπρο.

 

Πώς είδατε την προεκλογική εκστρατεία αλλά και τη στάση που τήρησαν τα κόμματα κατά τη διάρκειά της; Σας ικανοποίησε;

 

Δυστυχώς περιορίστηκε και περιορίζεται ακόμα στα συνηθισμένα. Κυπριακό, οικονομία, κούρεμα. Ακούμε για το παρελθόν, απουσιάζει όμως το όραμα για το μέλλον. Δεν θέλω να είμαι ισοπεδωτικός, αλλά δυστυχώς αυτή είναι η δική μου αίσθηση. Θα ήθελα μία προεκλογική εκστρατεία που να εστιάζει στο αύριο και όχι στο τι πήγε λάθος. Δεν λέω, να κάνουμε τον απολογισμό μας, αλλά να κοιτάξουμε και μπροστά. Ο διάλογος θα έπρεπε να επικεντρώνεται στις προκλήσεις του σήμερα και του αύριο. Ανησυχούμε για την κλιματική αλλαγή; Θα γίνουμε ένα κράτος που νοιάζεται πραγματικά για το περιβάλλον και την υγεία μας; Που επιτέλους θα αναπτύξει σύγχρονες συγκοινωνίες, σύγχρονη γεωργία; Που θα καθιερώσει το ΓΕΣΥ και θα τηρήσει τα όσα έχουν αποφασιστεί; Που επενδύει στην έρευνα, την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα, την αριστεία, τους νέους ανθρώπους; Που δεν διακηρύσσει απλά το ότι θέλουμε να είμαστε περιφερειακό κέντρο ανάπτυξης και συνδετικός κρίκος Μέσης Ανατολής και Ευρώπης; Αυτά για να γίνουν δεν πρέπει να συντάσσουμε ωραίες και εύηχες εκθέσεις ιδεών. Πρέπει να έχουμε κοστολογημένες προτάσεις, υλοποιήσιμες, προτάσεις που να ανταποκρίνονται στο σήμερα. Εκτυλίσσονται στις γειτονικές χώρες σημαντικά γεωπολιτικά δρώμενα και εμείς παρατηρούμε αδρανείς. Εξάλλου σήμερα οι πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν την τεχνογνωσία, τους ανθρώπους, τις παραστάσεις για να παράγουν το καινούριο. Τα κόμματα καθυστερούν να σχολιάσουν ή δεν σχολιάζουν την επικαιρότητα μήπως και θίξουν τα αυτιά των δυνάμει ψηφοφόρων, μήπως και ταράξουν τα νερά και στρέψουν το ρεύμα εναντίον τους. Οπότε διαπιστώνω μία άχρωμη στάση. Ακολουθούν την πεπατημένη και αδυνατούν να καταλάβουν ή εσκεμμένα δεν επιδιώκουν να ανεβάσουν το επίπεδο του διαλόγου. Εκλαμβάνουν τους πολίτες ως οπαδούς, ως φιλάθλους. Αυτό που δεν κατάλαβαν τα κόμματα είναι ότι οι πολίτες πια έχουν ωριμάσει. Ζητούν το καινούριο, αλλά δεν έχουν την τόλμη να το διεκδικήσουν. Δυστυχώς όμως οι πολιτικές δυνάμεις βολεύονται στα τετριμμένα, γιατί ξέρουν ότι στο τέλος της μέρας ακόμα και η αποχή τους εξυπηρετεί. Δυστυχώς η σκεπτόμενη πλειοψηφία δεν έχει ακόμα μετατραπεί σε πολιτική πλειοψηφία και έτσι μας διοικεί μια καλά οργανωμένη πολιτική μειοψηφία. Ίσως, σύντομα, ένα κύμα μεταρρύθμισης να μπορεί να κινητοποιήσει τη σκεπτόμενη πλειοψηφία.

 

Πιστεύετε πως υπάρχει κάποιος από τους υποψήφιους προέδρους που θα αλλάξει την τύχη αυτού του τόπου;

 

Όχι. Δεν υπάρχει η δυναμική, ούτε και η επιδίωξη να αλλάξει η τύχη του τόπου. Έχουμε βάλει τον αυτόματο και δυστυχώς οδεύουμε σε καινούριες κρίσεις. Αν δεν ξυπνήσουμε τα χειρότερα είναι μπροστά μας. Το πολιτικό σύστημα  το μόνο που έμαθε  να κάνει από το 1960 είναι μια άτυπη διαχείριση στο πλαίσιο μίας πολυκομματικής συναλλαγής.

Πώς πιστεύετε ότι θα βγούμε από αυτά τα αδιέξοδα, κυπριακό και οικονομικό;

 

 Αν υπάρξει πραγματική βούληση, ναι θα βγούμε από τα αδιέξοδα. Το θέμα είναι υπάρχει αυτή η βούληση;

Στο Κυπριακό ούτε οι εξελίξεις με τις πρόσφατες εκλογές στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα ευνοούν την προοπτική της λύσης. Δεν ξέρω τι μπορεί να δώσει πνοή σε μία νέα διαπραγματευτική διαδικασία, ελπίζω όμως ότι οι γεωπολιτικές συγκυρίες θα δώσουν στην Κύπρο τη δυνατότητα να διεκδικήσει την επανένωση. Φτάνει να το θέλουμε. Εμάς τους πολίτες δεν μας ενδιαφέρουν τόσο οι διαφορές για το διαμοιρασμό εξουσίας και τη διοίκηση, όσο η προοπτική της ειρηνικής συνύπαρξης σ΄ ένα δίκαιο κράτος.

Όσον αφορά την οικονομία, αυτή φαίνεται να ανακάμπτει, ωστόσο παρατηρώ μία εμμονή στις τακτικές που οδήγησαν στην οικονομική κρίση. Συναλλαγές με συντεχνίες και συνδικαλιστές, με κατόχους αξιογράφων, με ξένους για να εκδώσουμε κυπριακά διαβατήρια. Δεν είναι αυτά πρακτικές για να ανακάμψουμε, για να αντιμετωπίσουμε την οικονομική πρόκληση, για να πετύχουμε την ανάπτυξη. Και δυστυχώς αυτά τα συμμερίζονται κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι. Σας είπα πρόκειται για ένα πολιτικό σύστημα που δεν αντιλαμβάνεται με ποιο τρόπο λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος.

Οπότε χρειάζεται πραγματική θέληση και προορατική πολιτική. Χρειάζεται να επενδύσουμε σ΄ αυτά που θα βοηθήσουν τον τόπο μας να προχωρήσει πραγματικά μπροστά.

 

Τι έχετε να πείτε για την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης;

 

Πάντα και παντού υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Έχω εκφράσει πολλές φορές την πεποίθηση ότι πολλά πράγματα χρειάζεται να αλλάξουν για να παρέχουμε την καλύτερη εκπαίδευση σε μαθητές και φοιτητές, για να τους διδάξουμε και να τους μάθουμε να μαθαίνουν. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τι λέω εγώ, αλλά τι λένε οι διεθνείς κατατάξεις και δυστυχώς τα αποτελέσματα δεν είναι τα καλύτερα για την πατρίδα μας.

Υπάρχουν εξαιρετικοί δάσκαλοι. Είναι αυτοί που επιτελούν λειτούργημα, που καταφέρνουν να παιδεύσουν και να μορφώσουν τα παιδιά μας. Σ΄ αυτούς η κυπριακή κοινωνία είναι ευγνώμων. Ωστόσο παρατηρούνται σημαντικές αδυναμίες, κυρίως ως προς τον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος και την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Προσπαθεί η Πολιτεία να εφαρμόσει ένα νέο σύστημα πρόσληψης διορισίμων – που όμως θα εφαρμοστεί σταδιακά. Αν θέλετε την άποψή μου θα έπρεπε να εφαρμοστεί άμεσα. Μπορεί η διαδικασία επιλογής μέσω εξετάσεων και τα σοβαρά σφάλματα επί της διαδικασίας να προκάλεσαν αναστάτωση, ωστόσο δεν μπορούμε να επιλέγουμε το δάσκαλο των παιδιών μας από έναν κατάλογο. Πρέπει να υπάρχει τρόπος αξιολόγησης. Οι καλύτεροι πρέπει να επιλέγονται, οι πιο ικανοί. Αυτή είναι η πραγματική αξιοκρατία. Επίσης πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να προετοιμάζουμε τους μαθητές μας για τις μεταβάσεις από το δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο Λύκειο και στο πανεπιστήμιο. Εκεί εντοπίζω ένα σοβαρό πρόβλημα. Πρέπει οι μαθητές να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις κάθε σταδίου της εκπαίδευσης και πρέπει να δούμε πώς το πετυχαίνουμε αυτό. Διεθνείς αξιολογήσεις των μαθησιακών αποτελεσμάτων (βλ. PISA) μας κατατάσσουν πολύ χαμηλά. Πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας, να εντοπίσουμε για ποιο λόγο έχουμε αυτές τις χαμηλές επιδόσεις και να προχωρούμε άμεσα σε διορθωτικές κινήσεις.

Για να μην λέμε όμως μόνο τα κακά υπάρχουν και αξιολογήσεις (βλ. TIMSS, για τη Δημοτική Εκπαίδευση) που παρουσιάζουν μία σημαντική βελτίωση.

Ως δημόσιο Πανεπιστήμιο, κομμάτι αν θέλετε της δημόσιας εκπαίδευσης, προσπαθούμε κι εμείς με τη σειρά μας να παρέχουμε άρτια εκπαίδευση στους φοιτητές μας. Αναγνωρίζουμε αδυναμίες που προκύπτουν από τις δυσκολίες μετάβασης που ανέφερα παραπάνω από το Λύκειο στο Πανεπιστήμιο, προσπαθούμε όμως να διασφαλίζουμε ένα υψηλό επίπεδο διδασκαλίας. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε θεσμοθέτηση χάρτα διδασκαλίας 2017-2020 με στόχο τη συνεχή βελτίωση, την αυτοαξιολόγηση και την ανάπτυξη της ποιοτικής διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.